Anonymous

ἀμφισβήτητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφισβήτητος]], -ον (Α) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], ο διαφιλονικούμενος.
|mltxt=[[ἀμφισβήτητος]], -ον (Α) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], ο διαφιλονικούμενος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
}}
}}