Anonymous

ἀμφισβήτητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμφισβήτητος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), διαφιλονικούμενος, [[αμφισβητήσιμος]], <i>γῆ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβήτητος:''' оспариваемый, спорный (γῆ Thuc.).
}}
}}