Anonymous

ἀναίρω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναίρω]] (ΑΜ) [[αἴρω]]<br />(ενεργ. και μέσ.) [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[υψώνω]].
|mltxt=[[ἀναίρω]] (ΑΜ) [[αἴρω]]<br />(ενεργ. και μέσ.) [[σηκώνω]] [[ψηλά]], [[υψώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, [[υψώνω]], [[σηκώνω]]· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., [[ἀναρθείς]], αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
}}
}}