Anonymous

ἀναίρω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, [[υψώνω]], [[σηκώνω]]· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., [[ἀναρθείς]], αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναίρω:''' μέλ. <i>-ᾰρῶ</i>, [[υψώνω]], [[σηκώνω]]· στη Μέσ., σε Ευρ.· στην Παθ., [[ἀναρθείς]], αυτός που έχει μεταφερθεί, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίρω:''' тж. med. поднимать ([[ὄμμα]], τινὰ βάθρων [[ἄπο]] Eur. - v. l. [[αἴρω]]): [[Διονύσιος]] [[ἀναρθείς]] Anth. вознесенный (на Олимп) Дионисий.
}}
}}