Anonymous

ἄμης: Difference between revisions

From LSJ
107 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμης]] (-ητος), ο (Α)<br />[[είδος]] γαλατόπιτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀμῶμαι</i> (-άομαι) «[[συγκεντρώνω]], [[συγκομίζω]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλανῶμαι</i> -[[πλάνης]] ή με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]], [[κουβάς]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>γύμνης</i>-[[γυμνός]].
|mltxt=[[ἄμης]] (-ητος), ο (Α)<br />[[είδος]] γαλατόπιτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀμῶμαι</i> (-άομαι) «[[συγκεντρώνω]], [[συγκομίζω]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλανῶμαι</i> -[[πλάνης]] ή με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]], [[κουβάς]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>γύμνης</i>-[[γυμνός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμης:''' -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.
}}
}}