Anonymous

ἀνάπαυλα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνάπαυλα]]) [[ἀναπαύω]]<br />προσωρινή [[διακοπή]] εργασίας για [[ανάπαυση]], [[ξεκούραση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφυγή]], [[παρηγοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[απαλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] για [[ανάπαυση]], [[αναπαυτήριο]], [[πανδοχείο]].
|mltxt=η (Α [[ἀνάπαυλα]]) [[ἀναπαύω]]<br />προσωρινή [[διακοπή]] εργασίας για [[ανάπαυση]], [[ξεκούραση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφυγή]], [[παρηγοριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], [[απαλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] για [[ανάπαυση]], [[αναπαυτήριο]], [[πανδοχείο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπαυλα:''' -ης, ἡ ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]], σε Σοφ.· <i>κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</i>, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ξεκούραση]] από [[κάτι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] ξεκούρασης, [[αναπαυτήριο]], Λατ. [[deversorium]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}