Anonymous

ἀνάπαυλα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπαυλα:''' -ης, ἡ ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]], σε Σοφ.· <i>κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</i>, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ξεκούραση]] από [[κάτι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] ξεκούρασης, [[αναπαυτήριο]], Λατ. [[deversorium]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνάπαυλα:''' -ης, ἡ ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]], σε Σοφ.· <i>κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</i>, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ξεκούραση]] από [[κάτι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] ξεκούρασης, [[αναπαυτήριο]], Λατ. [[deversorium]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάπαυλα:''' ἡ<b class="num">1)</b> прекращение, перерыв, передышка, покой, отдых (τοῦ κακοῦ [[λήθη]] καὶ ἀ. Soph.; πύνων Thuc.; τῆς σπουδῆς Plat.; ἀνάπαυλαν [[διδόναι]] τινί Plut.): διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας Thuc. посменно работая и отдыхая;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. место отдохновения или привала, постоялый двор Eur., Arph., Plat.
}}
}}