Anonymous

ἀναπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -ύω (Α [[ἀναπετάννυμι]] και ποιητ. [[ἀμπετάννυμι]] και -ύω και ἀναπετῶ) [[πετάννυμι]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] διάπλατα, [[απλώνω]], [[ξεδιπλώνω]]<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>ο [[αναπεπταμένος]] αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φανερώνω]], [[εκθέτω]]<br /><b>2.</b> [[διαχέω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ξαπλώνομαι [[φαρδύς]] [[πλατύς]].
|mltxt=και -ύω (Α [[ἀναπετάννυμι]] και ποιητ. [[ἀμπετάννυμι]] και -ύω και ἀναπετῶ) [[πετάννυμι]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] διάπλατα, [[απλώνω]], [[ξεδιπλώνω]]<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>ο [[αναπεπταμένος]] αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φανερώνω]], [[εκθέτω]]<br /><b>2.</b> [[διαχέω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ξαπλώνομαι [[φαρδύς]] [[πλατύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπετάννῡμι:''' ή -ύω, [[έπειτα]] ἀνα-[[πετάω]], μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. <i>-πετῶ</i>· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. [[ἀναπίτνημι]]· [[αναπτύσσω]], [[ανοίγω]], [[απλώνω]] πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν.[[βόστρυχον]], [[αφήνω]] τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· <i>φάοςἀμπετάσας</i>, έχοντας διαχύσει φως [[τριγύρω]], στον ίδ.· ἀν.[[τὰς]] πύλας, [[ανοίγω]] διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ἀναπεπταμένος]], [[ανοικτός]], [[διάπλατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη, [[αλεπού]] ξαπλωμένη [[ανάσκελα]], σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀναπεπταμένος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, είναι [[συχνά]] απλό επίθ., [[ανοιχτός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· [[δίαιτα]] ἀν., [[ζωή]] στο ύπαιρθο, σε Πλούτ.
}}
}}