3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπετάννῡμι:''' ή -ύω, [[έπειτα]] ἀνα-[[πετάω]], μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. <i>-πετῶ</i>· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. [[ἀναπίτνημι]]· [[αναπτύσσω]], [[ανοίγω]], [[απλώνω]] πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν.[[βόστρυχον]], [[αφήνω]] τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· <i>φάοςἀμπετάσας</i>, έχοντας διαχύσει φως [[τριγύρω]], στον ίδ.· ἀν.[[τὰς]] πύλας, [[ανοίγω]] διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ἀναπεπταμένος]], [[ανοικτός]], [[διάπλατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη, [[αλεπού]] ξαπλωμένη [[ανάσκελα]], σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀναπεπταμένος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, είναι [[συχνά]] απλό επίθ., [[ανοιχτός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· [[δίαιτα]] ἀν., [[ζωή]] στο ύπαιρθο, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναπετάννῡμι:''' ή -ύω, [[έπειτα]] ἀνα-[[πετάω]], μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. <i>-πετῶ</i>· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. [[ἀναπίτνημι]]· [[αναπτύσσω]], [[ανοίγω]], [[απλώνω]] πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν.[[βόστρυχον]], [[αφήνω]] τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· <i>φάοςἀμπετάσας</i>, έχοντας διαχύσει φως [[τριγύρω]], στον ίδ.· ἀν.[[τὰς]] πύλας, [[ανοίγω]] διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ἀναπεπταμένος]], [[ανοικτός]], [[διάπλατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη, [[αλεπού]] ξαπλωμένη [[ανάσκελα]], σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀναπεπταμένος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, είναι [[συχνά]] απλό επίθ., [[ανοιχτός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· [[δίαιτα]] ἀν., [[ζωή]] στο ύπαιρθο, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπετάννῡμι:''' и [[ἀναπίτνημι]] Pind., редко [[ἀναπεταννύω]] Xen. и [[ἀναπετάω]] Luc.<br /><b class="num">1)</b> распускать, развертывать ([[ἱστία]] Hom.; [[βόστρυχον]] ὤμοις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> раскрывать, растворять (πύλας Her., Xen.; θύρας Plat.; κλεισιάδας Plut.; перен. τὰ [[ὦτα]] τοῖς λόγοις καὶ ὑπονοίαις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> вызывать, зажигать (λαμπτῆρος [[φάος]] Eur.; перен. [[χάριν]] ἐν ὄσσοις [[Sappho]]). - см. тж. [[ἀναπεπταμένος]]. | |||
}} | }} |