Anonymous

ἀνάπνευμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπνευμα]] και ποιητικώς [[ἄμπνευμα]], το (Α) [[ἀναπνέω]]<br />[[τόπος]] για [[αναψυχή]], [[αναπαυτήριο]].
|mltxt=[[ἀνάπνευμα]] και ποιητικώς [[ἄμπνευμα]], το (Α) [[ἀναπνέω]]<br />[[τόπος]] για [[αναψυχή]], [[αναπαυτήριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπνευμα:''' ποιητ. ἄμπν-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπνέω]]), [[τόπος]] ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.
}}
}}