Anonymous

ἀνάπνευμα: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπνευμα:''' ποιητ. ἄμπν-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπνέω]]), [[τόπος]] ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀνάπνευμα:''' ποιητ. ἄμπν-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπνέω]]), [[τόπος]] ανάπαυσης, ηρεμίας, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀναπνέω]]<br />a resting-[[place]], Pind.
}}
}}