3,277,700
edits
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμέλγω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] το [[γάλα]] από τους μαστούς, [[αρμέγω]]<br /><b>2.</b> [[απομυζώ]], [[γυμνώνω]], [[εκμεταλλεύομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[πίνω]] βυζαχτά, [[εκμυζώ]], ρουφώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος [[ρηματικός]] τ. με συχνή [[χρήση]], [[γνωστός]] ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>melg</i>- ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]), <i>mlg</i>- (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[σκουπίζω]], [[απομάσσω]]». Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι η [[παραπάνω]] [[ρίζα]] απαντά στις επιμέρους ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με τη [[σημασία]] «[[αρμέγω]]». Με τη ρ. αυτή συνδέονται [[επίσης]] και τα: αρχ. γερμ. <i>melchan</i>, αγγλοσαξ. <i>melcan</i>, λατ. <i>mulge</i><i>ō</i> «[[αρμέγω]]» κ.λπ. Σ’ αυτή την [[οικογένεια]] λέξεων [[πρέπει]] να συμπεριληφθεί [[επίσης]] και το αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>rz</i>-<i>mi</i>, <i>mŗj</i>-<i>anti</i> «[[σκουπίζω]], [[απομάσσω]]», με το οποίο συνδέονται και τα ρήματα: <i>ὀμόργημι</i> «αντομάσσω, [[σκουπίζω]], [[στεγνώνω]]» και [[ἀμέργω]] «[[δρέπω]], [[κόβω]]». Με [[βάση]] τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται [[συνήθως]] δεκτό ότι σε κάποια πρώιμη [[φάση]] οι [[παραπάνω]] τ. [[πρέπει]] να ήταν συνώνυμοι και μόνον αργότερα διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμελκτήρ]], [[ἄμελξις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμολγεύς]], [[ἀμολγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἄμελγμα</i>, <i>ἀμελκτικός</i>]. | |mltxt=[[ἀμέλγω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] το [[γάλα]] από τους μαστούς, [[αρμέγω]]<br /><b>2.</b> [[απομυζώ]], [[γυμνώνω]], [[εκμεταλλεύομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[πίνω]] βυζαχτά, [[εκμυζώ]], ρουφώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος [[ρηματικός]] τ. με συχνή [[χρήση]], [[γνωστός]] ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>melg</i>- ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]), <i>mlg</i>- (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[σκουπίζω]], [[απομάσσω]]». Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι η [[παραπάνω]] [[ρίζα]] απαντά στις επιμέρους ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με τη [[σημασία]] «[[αρμέγω]]». Με τη ρ. αυτή συνδέονται [[επίσης]] και τα: αρχ. γερμ. <i>melchan</i>, αγγλοσαξ. <i>melcan</i>, λατ. <i>mulge</i><i>ō</i> «[[αρμέγω]]» κ.λπ. Σ’ αυτή την [[οικογένεια]] λέξεων [[πρέπει]] να συμπεριληφθεί [[επίσης]] και το αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>rz</i>-<i>mi</i>, <i>mŗj</i>-<i>anti</i> «[[σκουπίζω]], [[απομάσσω]]», με το οποίο συνδέονται και τα ρήματα: <i>ὀμόργημι</i> «αντομάσσω, [[σκουπίζω]], [[στεγνώνω]]» και [[ἀμέργω]] «[[δρέπω]], [[κόβω]]». Με [[βάση]] τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται [[συνήθως]] δεκτό ότι σε κάποια πρώιμη [[φάση]] οι [[παραπάνω]] τ. [[πρέπει]] να ήταν συνώνυμοι και μόνον αργότερα διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμελκτήρ]], [[ἄμελξις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμολγεύς]], [[ἀμολγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ἄμελγμα</i>, <i>ἀμελκτικός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμέλγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b>[[αρμέγω]] πρόβατα και κατσίκες· <i>[[βόας]]</i>, σε Θεόκρ. — Μέσ. με μεταφ. [[σημασία]], <i>ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους</i>, [[παίρνω]] ό,τι έχουν, τους [[απογυμνώνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταγγίζω]] [[γάλα]] από τα ζώα, ἁμ. [[γάλα]], σε Ηρόδ. — Παθ., ὄϊες ἀμελγόμεναι [[γάλα]], έχοντας τραβήξει [[γάλα]] απ' αυτές, γαλακτερές προβατίνες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απομυζώ]] όπως το [[γάλα]], [[εξάγω]], ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε [[γόνος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[πίνω]], σε Θεόκρ. (από τη √<i>ΜΕΛΓ</i>, με το <i>α</i> ως [[πρόθεμα]], προέρχεται επίσης και το <i>ἀμ-μολγεύς</i>· πρβλ. Λατ. MULG-eo). | |||
}} | }} |