Anonymous

ἀνακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακύπτω]]) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] σαν [[αποτέλεσμα]], [[προκύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνέρχομαι]] από κάποια [[συμφορά]], [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] ή [[κλίνω]] [[προς]] τα [[πίσω]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[ανέρχομαι]] στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[αναδύομαι]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από δύσκολη [[θέση]], απαλλάσσομαι από τις δυσκολίες.
|mltxt=(Α [[ἀνακύπτω]]) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] σαν [[αποτέλεσμα]], [[προκύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνέρχομαι]] από κάποια [[συμφορά]], [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] ή [[κλίνω]] [[προς]] τα [[πίσω]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[ανέρχομαι]] στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[αναδύομαι]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] από δύσκολη [[θέση]], απαλλάσσομαι από τις δυσκολίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακύπτω:''' μέλ. <i>-κύψομαι</i> ή <i>-ψω</i>· αόρ. αʹ <i>ἀνέκυψα</i>· παρακ. <i>ἀνακέκῡφα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανασηκώνω]] το [[κεφάλι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀνακεκυφώς</i>, με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αναδύομαι]] από το [[νερό]], εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., [[προκύπτω]], σε Πλάτ.
}}
}}