Anonymous

ἀνασκάπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀνασκάπτω]])<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] εκ νέου, [[σκάβω]] σε [[βάθος]]<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]], [[ξεχώνω]]<br /><b>3.</b> (στη [[γλώσσα]] της Αρχαιολογίας) [[σκάβω]] αναζητώντας ευρήματα<br /><b>4.</b> [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά.
|mltxt=(AM [[ἀνασκάπτω]])<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] εκ νέου, [[σκάβω]] σε [[βάθος]]<br /><b>2.</b> [[ξεριζώνω]], [[ξεχώνω]]<br /><b>3.</b> (στη [[γλώσσα]] της Αρχαιολογίας) [[σκάβω]] αναζητώντας ευρήματα<br /><b>4.</b> [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]], [[οργώνω]] το [[έδαφος]], σε Πλούτ.
}}
}}