Anonymous

ἀνάπλεος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, -εον και [[αττικός]] [[ανάπλεως]], -έα, -ων (Α [[ἀνάπλεος]] και [[ἀνάπλεως]]) [[πλέως]]<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] (ιων. [[πλέος]] <span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) «[[πλήρης]], [[γεμάτος]]»].
|mltxt=-έα, -εον και [[αττικός]] [[ανάπλεως]], -έα, -ων (Α [[ἀνάπλεος]] και [[ἀνάπλεως]]) [[πλέως]]<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />μολυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] (ιων. [[πλέος]] <span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) «[[πλήρης]], [[γεμάτος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπλεος:''' -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. <i>-πλεως</i>, <i>-ων</i>, επίσης, θηλ. -[[πλέα]]· πληθ. ονομ. -[[πλέῳ]], ουδ. <i>-πλεα</i>· αιτ. αρσ. <i>-πλεως</i>·<br /><b class="num">I.</b> αρκετά [[πλήρης]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μολυσμένος με ή από [[κάτι]]· με γεν., σε Πλάτ.
}}
}}