Anonymous

ἀνάπλεος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπλεος:''' -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. <i>-πλεως</i>, <i>-ων</i>, επίσης, θηλ. -[[πλέα]]· πληθ. ονομ. -[[πλέῳ]], ουδ. <i>-πλεα</i>· αιτ. αρσ. <i>-πλεως</i>·<br /><b class="num">I.</b> αρκετά [[πλήρης]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μολυσμένος με ή από [[κάτι]]· με γεν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνάπλεος:''' -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. <i>-πλεως</i>, <i>-ων</i>, επίσης, θηλ. -[[πλέα]]· πληθ. ονομ. -[[πλέῳ]], ουδ. <i>-πλεα</i>· αιτ. αρσ. <i>-πλεως</i>·<br /><b class="num">I.</b> αρκετά [[πλήρης]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μολυσμένος με ή από [[κάτι]]· με γεν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάπλεος:''' adv. ион. = [[ἀνάπλεως]].
}}
}}