Anonymous

ἀναμολεῖν: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀναβλώσκω]].
|dgtxt=v. [[ἀναβλώσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ.
}}
}}