Anonymous

ἀναμολεῖν: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμολεῖν''': ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. [[βλώσκω]]), [[διέρχομαι]], (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.
|lstext='''ἀναμολεῖν''': ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. [[βλώσκω]]), [[διέρχομαι]], (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀναβλώσκω]].
}}
}}