Anonymous

ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνδραπόδισα</i> — Ιων., μέλ. Μέσ., <i>ἀνδραποδιεῦμαι</i> με Παθ. [[σημασία]], Αττ. <i>ἀνδραποδισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>ἠνδραποδίσθην</i>, παρακ. <i>ἠνδραπόδισμαι</i>· ([[ἀνδράποδον]])· [[υποδουλώνω]], [[φέρνω]] σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[ιδίως]] [[πουλώ]] τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως [[δούλος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἠνδραπόδισα</i> — Ιων., μέλ. Μέσ., <i>ἀνδραποδιεῦμαι</i> με Παθ. [[σημασία]], Αττ. <i>ἀνδραποδισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>ἠνδραποδίσθην</i>, παρακ. <i>ἠνδραπόδισμαι</i>· ([[ἀνδράποδον]])· [[υποδουλώνω]], [[φέρνω]] σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[ιδίως]] [[πουλώ]] τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως [[δούλος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰποδίζω:''' тж. med. обращать или продавать в рабство, порабощать (τινά Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.; πόλιν Thuc., Xen., Lys., Dem., Plut.).
}}
}}