Anonymous

ἀνατειχίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνατειχίζω]])<br />[[ανοικοδομώ]] [[τείχος]] ή το [[επιδιορθώνω]].
|mltxt=(Α [[ἀνατειχίζω]])<br />[[ανοικοδομώ]] [[τείχος]] ή το [[επιδιορθώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[ξαναχτίζω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ξεν.
}}
}}