Anonymous

ἀνάριθμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάριθμος]], -ον και ποιητ. [[ἀνήριθμος]], -ον) [[αριθμός]]<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[αμέτρητος]], [[άπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[μέτρο]], [[δίχως]] όριο<br /><b>2.</b> ο μη [[υπολογίσιμος]], [[ασήμαντος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάριθμος]], -ον και ποιητ. [[ἀνήριθμος]], -ον) [[αριθμός]]<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[αμέτρητος]], [[άπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[μέτρο]], [[δίχως]] όριο<br /><b>2.</b> ο μη [[υπολογίσιμος]], [[ασήμαντος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάριθμος:''' [ᾰ], ποιητ. ἀν-ήρῐθμος, <i>-ον</i>, αυτός που δεν έχει αριθμό, [[αμέτρητος]], [[αναρίθμητος]], σε [[Σαπφώ]], σε Τραγ.· με γεν., [[ἀνάριθμος]] θρήνων, [[αμέτρητος]] [[αριθμός]] σε θρήνους, σε Σοφ.· μηνῶν [[ἀνήριθμος]], [[χωρίς]] συγκεκριμένο αριθμό μηνών, στον ίδ.· <i>πόλιςἀνάριθμος = πολῖται ἀνάριθμοι</i>, στον ίδ.
}}
}}