ἀνάριθμος
English (LSJ)
[ᾰρ], poet. ἀνήριθμος, ἀνάριθμον,
A without number, countless, Sapph.Supp.20.10, Pi.I.5(4).50; κυμάτων ἀ. γέλασμα A.Pr.90; πλῆθος ἀνάριθμοι Id.Pers.40: c. gen., ἀνάριθμος ὧδε θρήνων without count or without measure in lamentations, S.El.232; μηνῶν ἀ. (Herm. for μήλων) without count of months, Id.Aj.604 (lyr.); ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται by [the loss of] countless hosts of them... Id.OT179; χρόνον.. ἡμερῶν ἀνήριθμον Id.Tr.247.
II without number, i.e. having no assigned number, Plot.6.6.11.
2 not numerable, Dam.Pr.117. [ἀνᾰρῑθμος Sapph. l. c., A.Pers.40 (lyr.); ἀναριθμος in E.Ba.1335 (iamb.). S. has ἀναριθμος in lyr., OT167,179, El.232. S. also uses ἀνήρῐθμος in lyr., Aj.604: Theoc. has ἀνᾱριθμος 15.45, but ἀνᾰριθμος 16.90.]
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: métr. ᾰνᾰ-, pero poét. ἀνήριθμος A.Pr.90, S.Ai.604, Nonn.D.4.276, ἀνᾱ- Theoc.15.45
I 1innumerable, incontable, infinito ποτήρια Sapph.44.10, ἄνδρες Pi.I.5.50, μύρμακες ἀ. καὶ ἄμετροι Theoc.15.45, διαφοραί Arist.Fr.208, στράτευμα E.Ba.1335, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα = la innúmera sonrisa de las olas A.Pr.90
•c. ac. de rel. ἐρέται δεινοὶ πλῆθός τ' ἀνάριθμοι A.Pers.40, ἀνηρίθμων ἴτυν ἄστρων Nonn.D.4.276
•c. gen. χρόνον ... ἡμερῶν ἀνήριθμον un tiempo ... sin cuenta de días S.Tr.247, χρόνος ... μηνῶν ἀνήριθμος S.Ai.604, οὐδέ ποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι ἀνάριθμος ὧδε θρήνων = no veré nunca el fin de mis dolores, yo que tengo tema de lamentos sin fin S.El.232
•en uso predic. πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται = la ciudad muere en número infinito S.OT 179.
2 que no admite el número, ἀνάριθμον καὶ ἄλογον = sin medida ni proporción Plot.6.6.11, cf. Dam.Pr.117.
II adv. ἀναρίθμως = en todos los sentidos Epiph.Const.Exp.Fid.7.
German (Pape)
[Seite 205] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; πλῆθος Aesch. Pers. 40; πήματα, πόλις, Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. ἀναρίθμητος, s. auch ἀνήριθμος. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
innombrable, immense ; ἀνάριθμος θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.
Étymologie: ἀ, ἀριθμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀνήριθμος, ον, ἀναρίθμητος, «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. γέλασμα)· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., ἀνάριθμος ὧδε θρήνων, ἄμετρος οὕτως εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν ἀνήριθμος (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), ἄνευ ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· ἀλλά, χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· ἁπλῶς ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. ὡσαύτως μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
English (Slater)
ἀνᾰρῐθμος countless ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ (I. 5.50)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάριθμος, -ον και ποιητ. ἀνήριθμος, -ον) αριθμός
1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί
αρχ.
1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο
2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος.
Greek Monotonic
ἀνάριθμος: [ᾰ], ποιητ. ἀν-ήρῐθμος, -ον, αυτός που δεν έχει αριθμό, αμέτρητος, αναρίθμητος, σε Σαπφώ, σε Τραγ.· με γεν., ἀνάριθμος θρήνων, αμέτρητος αριθμός σε θρήνους, σε Σοφ.· μηνῶν ἀνήριθμος, χωρίς συγκεκριμένο αριθμό μηνών, στον ίδ.· πόλις ἀνάριθμος = πολῖται ἀνάριθμοι, στον ίδ.
Middle Liddell
without number, countless, numberless, Sapph., Trag.: c. gen., ἀνάριθμος θρήνων without measure in lamentations, Soph.; μηνῶν ἀνήριθμος without count of months, Soph.; πόλις ἀνάριθμος = πολῖται ἀνάριθμοι, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
countless
Armenian: անթիվ, անհամար; Bengali: বেশুমার; Bulgarian: неизброим, безброен; Chinese Mandarin: 無數/无数; Czech: nesčetný, nesčíslný; Danish: utallig, talløs; Dutch: ontelbaar, talloos; English: countless, innumerable, numberless, uncountable, unnumbered, untold; Esperanto: nekalkulebla; Finnish: lukematon, rajaton; French: incalculable, innombrable, sans nombre; Galician: incontable, incontábel; German: unzählig, unzählbar, zahllos; Greek: αμέτρητος, αναρίθμητος; Ancient Greek: ἀναρίθμητος, ἀνάριθμος, ἀνήριθμος, μυρίος, ἀμέτρητος; Gujarati: અગણિત; Hebrew: אין ספור; Hungarian: számtalan, megszámlálhatatlan; Interlingua: innumerabile; Italian: innumerevole, incalcolabile, innumerabile; Japanese: 無数な, 無数の, 数え切れない; Malayalam: എണ്ണമറ്റ, അസംഖ്യം; Maori: makehua, tini makehua, tuauriuri, tini ngerongero; Norwegian Bokmål: talløs, tallaus, utallig; Nynorsk: tallaus; Old English: unārīmedlīċ; Ottoman Turkish: حسابسز; Polish: niezliczony, nieprzeliczony, nieprzebrany; Portuguese: incontável, inumerável; Romanian: nenumărabil, de nenumărat; Russian: бессчётный, бесчисленный, неисчислимый, несчётный; Serbo-Croatian Cyrillic: безбројан, без броја; Roman: bezbrojan, bez broja; Spanish: incontable, innumerable, sin número, innúmero; Swedish: otalig; Tagalog: di mabilang-bilang; Telugu: అగణితము; Turkish: hesaplanamaz, hesapsız, pek çok, sayısız; Ukrainian: незліченний; Welsh: afrifed, aneirif, di-rif, dirifedi, heb rifedi, llond gwlad o, rhif y blodau, rhif y graean, rhif y gwenith, rhif y gwlith, rhif y gwŷdd, rhif y sêr