Anonymous

ἄναυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[ναύλος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] ναύλο, [[χωρίς]] να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο<br /><b>2.</b> αυτός που έφυγε βιαστικά «[[εκών]] [[άκων]]», σαν κυνηγημένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[ναύλος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] ναύλο, [[χωρίς]] να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο<br /><b>2.</b> αυτός που έφυγε βιαστικά «[[εκών]] [[άκων]]», σαν κυνηγημένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄναυλος:''' -ον, αυτός που είναι [[χωρίς]] αυλό, δηλ. [[άχαρος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ., [[ἄναυλα]], ως επίρρ., σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού, σε Λουκ.
}}
}}