Anonymous

ἄναυλος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄναυλος:''' -ον, αυτός που είναι [[χωρίς]] αυλό, δηλ. [[άχαρος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ., [[ἄναυλα]], ως επίρρ., σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἄναυλος:''' -ον, αυτός που είναι [[χωρίς]] αυλό, δηλ. [[άχαρος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ., [[ἄναυλα]], ως επίρρ., σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναυλος:''' <b class="num">1)</b> не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный ([[κῶμος]] Eur.; ἔρωτες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий играть на флейте, не понимающий музыки (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> немузыкальный, неблагозвучный ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}