Anonymous

ἀναχάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναχάζω]] (Α) [[χάζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υποχωρήσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]].
|mltxt=[[ἀναχάζω]] (Α) [[χάζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υποχωρήσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχάζω:'''<b class="num">I.</b> κάνω να υποχωρήσει [[κάτι]], [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] προς τα [[πίσω]], μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀνέχασσαν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀναχάζομαι</i>, Επικ. αορ. αʹ <i>ἀνεχασσάμην</i>· [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Όμηρ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι, [[υποχωρώ]] με [[αργό]] ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο [[οποίος]] επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]).
}}
}}