Anonymous

ἀναχάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχάζω:'''<b class="num">I.</b> κάνω να υποχωρήσει [[κάτι]], [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] προς τα [[πίσω]], μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀνέχασσαν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀναχάζομαι</i>, Επικ. αορ. αʹ <i>ἀνεχασσάμην</i>· [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Όμηρ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι, [[υποχωρώ]] με [[αργό]] ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο [[οποίος]] επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]).
|lsmtext='''ἀναχάζω:'''<b class="num">I.</b> κάνω να υποχωρήσει [[κάτι]], [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]] προς τα [[πίσω]], μόνο γʹ πληθ. ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀνέχασσαν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>ἀναχάζομαι</i>, Επικ. αορ. αʹ <i>ἀνεχασσάμην</i>· [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Όμηρ.· ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι, [[υποχωρώ]] με [[αργό]] ρυθμό, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. (Ο [[οποίος]] επίσης χρησιμοποιεί Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχάζω:''' поэт. [[ἀγχάζω]]<br /><b class="num">1)</b> отражать, оттеснять (τινά Pind.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. отступать, отходить ([[ὀπίσσω]] Hom.; ἄψ Hes.): ἐπὶ [[πόδα]] ἀναχάζεσθαι Xen. отступать лицом к противнику.
}}
}}