Anonymous

ἀνασχετός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετός]] και [[ἀνσχετός]], -όν) [[ανέχω]]<br />[[ανεκτός]], [[υποφερτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να αναχαιτιστεί, [[περιορίσιμος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετός]] και [[ἀνσχετός]], -όν) [[ανέχω]]<br />[[ανεκτός]], [[υποφερτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να αναχαιτιστεί, [[περιορίσιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}