Anonymous

ἀνασχετός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασχετός:''' поэт. [[ἀνσχετός]] 2 выносимый: [[ταῦτα]] δῆτ᾽ ἀνασχετά; Soph. разве это можно терпеть?; οὐκ ἀ. Hom., Aesch., Her., Thuc., Arst., Plut. невыносимый, нестерпимый.
}}
}}