3,277,286
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀνασχετός:''' Επικ. [[ἀνσχετός]], <i>-όν</i> (<i>ἀνέχομαι</i>), [[ανεκτός]], [[υποφερτός]], σε Θέογν., Σοφ.· [[κυρίως]] με αρνητ., <i>οὐκ ἀνσχετά</i>, ανυπόφορα, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πτώματ' οὐκ ἀνασχετά</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐκ ἀνασχετόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασχετός:''' поэт. [[ἀνσχετός]] 2 выносимый: [[ταῦτα]] δῆτ᾽ ἀνασχετά; Soph. разве это можно терпеть?; οὐκ ἀ. Hom., Aesch., Her., Thuc., Arst., Plut. невыносимый, нестерпимый. | |||
}} | }} |