Anonymous

ἀχέτας: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχέτας]] (<b>δωρ. τ.</b>) και ἀχέτης (<b>αττ. τ.</b>), ο (Α)<br />ο [[ηχέτης]], αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη [[φωνή]].
|mltxt=[[ἀχέτας]] (<b>δωρ. τ.</b>) και ἀχέτης (<b>αττ. τ.</b>), ο (Α)<br />ο [[ηχέτης]], αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη [[φωνή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχέτας:''' ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί [[ἠχέτης]].
}}
}}