ἀχέτας

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχέτας Medium diacritics: ἀχέτας Low diacritics: αχέτας Capitals: ΑΧΕΤΑΣ
Transliteration A: achétas Transliteration B: achetas Transliteration C: achetas Beta Code: a)xe/tas

English (LSJ)

or ἀχέτα, Dor. and Att. for ἠχέτης (q.v.).

Spanish (DGE)

ἀχέτης v. ἠχέτης

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠχέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀχέτας: дор. = ἠχέτης I и II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.

English (Slater)

ᾱχέτας shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.

Greek Monolingual

ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.

Greek Monotonic

ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.