3,273,831
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπόδημος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, ο ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[απόδημος]] [[ελληνισμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δήμος]] «εδαφική [[περιοχή]], [[συνήθως]] για να δηλώσει τον [[τόπο]] καταγωγής κάποιου»]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπόδημος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, ο ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[απόδημος]] [[ελληνισμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δήμος]] «εδαφική [[περιοχή]], [[συνήθως]] για να δηλώσει τον [[τόπο]] καταγωγής κάποιου»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ. | |||
}} | }} |