3,274,216
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόδημος:''' дор. ἀπόδᾱμος 2 находящийся или путешествующий в чужих краях Pind., Plut.: ἡ ἀ. [[στρατεία]] Luc. иноземный поход. | |||
}} | }} |