Anonymous

ἀπόδημος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόδημος:''' дор. ἀπόδᾱμος 2 находящийся или путешествующий в чужих краях Pind., Plut.: ἡ ἀ. [[στρατεία]] Luc. иноземный поход.
}}
}}