3,273,036
edits
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»]. | |mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος:''' -ον ([[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |