Anonymous

δακτυλοκαμψόδυνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»].
|mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος:''' -ον ([[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.
}}
}}