δακτυλοκαμψόδυνος
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
δακτυλοκαμψόδυνον, wearying the fingers by keeping them bent, APl.1.18.
German (Pape)
[Seite 520] ψῆφος, durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui souffre de tenir ses doigts tordus ou crispés.
Étymologie: δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.
Greek Monolingual
δακτυλοκαμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»].
Greek Monotonic
δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον (κάμπτω, ὀδύνη), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.
Middle Liddell
δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη
wearying the fingers by keeping them bent, Anth.