Anonymous

ἀπονίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[απονίπτω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[απονίπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονίζω:''' μεταγεν. -[[νίπτω]]· μέλ. -[[νίψω]], αόρ. αʹ <i>-ένιψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αποπλύνω]], <i>ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλῶν</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[ξεπλένω]] [[κάτι]] από πάνω μου, [[ἱδρῶ]] ἀπενίζοντο θαλάσσῃ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαρίζω]] πλένοντας, κανονικά λέγεται για τα χέρια και τα πόδια· <i>ἀπονίζουσα</i>, [[καθώς]] έπλενα τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅτανἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ</i>, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[πλένω]] τα χέρια και τα πόδια μου, <i>χεῖράς τε [[πόδας]] τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ. [[πλένω]] τα χέρια μου, σε Αριστοφ.· Παθ. παρακ. <i>ἀπονενίμμεθα</i>, στον ίδ.
}}
}}