3,258,372
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπονίζω:''' μεταγεν. -[[νίπτω]]· μέλ. -[[νίψω]], αόρ. αʹ <i>-ένιψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αποπλύνω]], <i>ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλῶν</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[ξεπλένω]] [[κάτι]] από πάνω μου, [[ἱδρῶ]] ἀπενίζοντο θαλάσσῃ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαρίζω]] πλένοντας, κανονικά λέγεται για τα χέρια και τα πόδια· <i>ἀπονίζουσα</i>, [[καθώς]] έπλενα τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅτανἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ</i>, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[πλένω]] τα χέρια και τα πόδια μου, <i>χεῖράς τε [[πόδας]] τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ. [[πλένω]] τα χέρια μου, σε Αριστοφ.· Παθ. παρακ. <i>ἀπονενίμμεθα</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπονίζω:''' μεταγεν. -[[νίπτω]]· μέλ. -[[νίψω]], αόρ. αʹ <i>-ένιψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αποπλύνω]], <i>ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλῶν</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., [[ξεπλένω]] [[κάτι]] από πάνω μου, [[ἱδρῶ]] ἀπενίζοντο θαλάσσῃ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καθαρίζω]] πλένοντας, κανονικά λέγεται για τα χέρια και τα πόδια· <i>ἀπονίζουσα</i>, [[καθώς]] έπλενα τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὅτανἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ</i>, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[πλένω]] τα χέρια και τα πόδια μου, <i>χεῖράς τε [[πόδας]] τε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ. [[πλένω]] τα χέρια μου, σε Αριστοφ.· Παθ. παρακ. <i>ἀπονενίμμεθα</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπονίζω:''' <b class="num">1)</b> смывать (βρότον Hom.); med. смывать с себя ([[ἱδρῶ]] Hom.; πηλόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мыть, умывать (τὼ πόδε Arph.; παῖδα Plat.); med. мыть себе (χεῖράς τε πόδας τε Hom.): ἀπονενιμμένος Arph. умывшийся. | |||
}} | }} |