3,277,819
edits
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών. | |mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |