Anonymous

διαμνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμνημονεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]] καλά<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>3.</b> [[αναπολώ]].
|mltxt=[[διαμνημονεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]] καλά<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>3.</b> [[αναπολώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμνημονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμάμαι]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[αναφέρω]], σε Θουκ. — Παθ., <i>διαμνημονεύεται ἔχειν</i>, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.
}}
}}