Anonymous

διαμνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαμνημονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμάμαι]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[αναφέρω]], σε Θουκ. — Παθ., <i>διαμνημονεύεται ἔχειν</i>, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμνημονεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμάμαι]], σε Ηρόδ.· με γεν., σε Πλάτ.· με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταγράφω]], [[αναφέρω]], σε Θουκ. — Παθ., <i>διαμνημονεύεται ἔχειν</i>, αναφέρεται ότι έχει, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμνημονεύω:''' <b class="num">1)</b> отчетливо вспоминать, припоминать (τινός Her., Thuc., Plat. и τι Xen., Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> упоминать, передавать (τι Plut.): φύσιν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μορφῆς τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται Xen. о его характере и внешности говорится следующее;<br /><b class="num">3)</b> напоминать (τινί τι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> твердо помнить Lys.: τὸν διαμνημονεύοντα ποιήσασθαι τὴν ἐπ᾽ Αἴγυπτον στρατηΐην Her. (говорят, что Камбис), помня об этом, пошел войной на Египет.
}}
}}