Anonymous

βουκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βουκέφαλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο [[κεφάλι]], ο [[κεφάλας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίθ.</b> [[άλογο]] της Θεσσαλίας με μεγάλο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βουκέφαλον]].
|mltxt=ο (Α [[βουκέφαλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο [[κεφάλι]], ο [[κεφάλας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίθ.</b> [[άλογο]] της Θεσσαλίας με μεγάλο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βουκέφαλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· [[Βουκεφάλας]], γεν. <i>-α</i>, το [[άλογο]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
}}
}}