Anonymous

δέψω: Difference between revisions

From LSJ
366 bytes added ,  30 December 2018
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δέψω]] (Α)<br />[[κατεργάζομαι]], [[μαλάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δέφω]].
|mltxt=[[δέψω]] (Α)<br />[[κατεργάζομαι]], [[μαλάσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}