3,274,522
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δέψω [~ δέφω] kneden. | |||
}} | }} |