Anonymous

δέψω: Difference between revisions

From LSJ
52 bytes added ,  31 December 2018
nl
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δέψω:''' αόρ. αʹ <i>ἐδέψησα</i>, όπως αν προερχόταν από [[δεψέω]] ([[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]] ή [[μαλάσσω]] ένα [[πράγμα]] [[μέχρι]] να μαλακώσει· <i>κηρὸν δεψήσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ [[δέρμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέψω [~ δέφω] kneden.
}}
}}