Anonymous

ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄψαυστος]], -ον (AM) [[ψαύω]]<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν αγγίζει [[κάτι]].
|mltxt=[[ἄψαυστος]], -ον (AM) [[ψαύω]]<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν αγγίζει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}