Anonymous

ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄψαυστος:''' -ον ([[ψαύω]])·<br /><b class="num">I.</b> ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει [[κάποιος]], [[ιερός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄψαυστος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый, невредимый (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> неприкосновенный, запретный ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.).
}}
}}