Anonymous

ἀρτίδροπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_7)
(3)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[cogido en flor]], [[tierno]] A.<i>Th</i>.333 (cód.), cf. Eust.<i>Op</i>.335.28.
|dgtxt=-ον<br />[[cogido en flor]], [[tierno]] A.<i>Th</i>.333 (cód.), cf. Eust.<i>Op</i>.335.28.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου.
}}
}}