Anonymous

διάλειμμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάλειμμα]], -ατος) [[διαλείπω]]<br />(για χρόνο) προσωρινή [[παύση]], προσωρινή [[διακοπή]], [[ανάπαυλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σχολεία) [[διακοπή]], [[ανάπαυλα]] [[ανάμεσα]] σε δύο μαθήματα<br /><b>2.</b> (σε [[θέατρο]]) [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] σε δύο πράξεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] διαλείμματα» — με μικρές χρονικές διακοπές, από καιρό σε καιρό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ διαλειμμάτων» — [[κατά]] διαλείμματα<br /><b>μσν.</b><br />φωτεινό [[διάλειμμα]], χρονική [[στιγμή]] νηφαλιότητας και διαύγειας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ενδιάμεσος]] [[χρόνος]] απυρεξίας.
|mltxt=το (AM [[διάλειμμα]], -ατος) [[διαλείπω]]<br />(για χρόνο) προσωρινή [[παύση]], προσωρινή [[διακοπή]], [[ανάπαυλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σχολεία) [[διακοπή]], [[ανάπαυλα]] [[ανάμεσα]] σε δύο μαθήματα<br /><b>2.</b> (σε [[θέατρο]]) [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] σε δύο πράξεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] διαλείμματα» — με μικρές χρονικές διακοπές, από καιρό σε καιρό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐκ διαλειμμάτων» — [[κατά]] διαλείμματα<br /><b>μσν.</b><br />φωτεινό [[διάλειμμα]], χρονική [[στιγμή]] νηφαλιότητας και διαύγειας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ενδιάμεσος]] [[χρόνος]] απυρεξίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
}}
}}