3,274,125
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάλειμμα:''' ατος τό промежуток, интервал (в пространстве или времени) Plat., Polyb.: δ. ποιεῖν Plut. оставлять свободный промежуток; ἐκ διαλειμμάτων Plut. от времени до времени; τὸ δὶς διὰ πασῶν δ. муз. Arst. двойная октава. | |||
}} | }} |