Anonymous

διάλειμμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάλειμμα:''' ατος τό промежуток, интервал (в пространстве или времени) Plat., Polyb.: δ. ποιεῖν Plut. оставлять свободный промежуток; ἐκ διαλειμμάτων Plut. от времени до времени; τὸ δὶς διὰ πασῶν δ. муз. Arst. двойная октава.
}}
}}