Anonymous

ἀϋτμή: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀϋτμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> «πυρὸς [[ἀϋτμή]]», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή [[πνοή]] του Ηφαίστου, η [[ζέστη]] από τη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> [[άρωμα]], ευωδιά<br /><b>4.</b> [[οσμή]], [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου <i>αετμός</i>, <i>άετμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> «[[αετμόν]]<br />το [[πνεύμα]]», «<i>άετμα</i><br />[[φλόξ]]», <b>βλ.</b> και λ. [[ατμός]]), όσο και με το [[άημι]]].
|mltxt=[[ἀϋτμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> «πυρὸς [[ἀϋτμή]]», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή [[πνοή]] του Ηφαίστου, η [[ζέστη]] από τη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> [[άρωμα]], ευωδιά<br /><b>4.</b> [[οσμή]], [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου <i>αετμός</i>, <i>άετμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> «[[αετμόν]]<br />το [[πνεύμα]]», «<i>άετμα</i><br />[[φλόξ]]», <b>βλ.</b> και λ. [[ατμός]]), όσο και με το [[άημι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀϋτμή:''' ἡ ([[ἄημι]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αναπνοή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο</i>, η φλεγόμενη [[πνοή]] του Ηφαίστου, στο ίδ.· <i>πυρὸςἀϋτμή</i>, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φυσητήρες, σωλήνες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[άρωμα]], [[μυρωδιά]], [[οσμή]], [[ευωδία]], σε Όμηρ.
}}
}}