3,274,522
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[βόσκημα]]) [[βόσκω]]<br /><b>1.</b> ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[βόσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[νομή]], η [[τροφή]]. | |mltxt=το (AM [[βόσκημα]]) [[βόσκω]]<br /><b>1.</b> ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[βόσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[νομή]], η [[τροφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βόσκημα:''' -ατος, τό ([[βόσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται [[βοσκή]]· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαγητό]], σε Αισχύλ.· | |||
}} | }} |