Anonymous

βόσκημα: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βόσκημα]]) [[βόσκω]]<br /><b>1.</b> ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[βόσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[νομή]], η [[τροφή]].
|mltxt=το (AM [[βόσκημα]]) [[βόσκω]]<br /><b>1.</b> ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[βόσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[νομή]], η [[τροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βόσκημα:''' -ατος, τό ([[βόσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που εκτρέφεται ή δέχεται [[βοσκή]]· στον πληθ., εκτρεφόμενα ζώα, βοοειδή, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για πρόβατα, σε Ευρ.· χρησιμοποιείται για άλογα, στον ίδ.· λέγεται και για χοίρους, στον Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαγητό]], σε Αισχύλ.·
}}
}}