Anonymous

ἁρμοῖ: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁρμοῑ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πριν]] από λίγο, [[τώρα]] [[μόλις]]<br /><b>2.</b> [[ήσυχα]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία τοπική [[πτώση]] του τ. [[αρμός]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
|mltxt=ἁρμοῑ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πριν]] από λίγο, [[τώρα]] [[μόλις]]<br /><b>2.</b> [[ήσυχα]], [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία τοπική [[πτώση]] του τ. [[αρμός]] με επιρρηματική [[χρήση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμοῖ:''' επίρρ. = [[ἄρτι]], [[ἀρτίως]], ακριβώς, πρόσφατα, τελευταία, [[πριν]] λίγο, σε Αισχύλ., Θεόκρ. (στην [[πραγματικότητα]], αρχ. δοτ. του [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]]).
}}
}}